οκτάωρος

οκτάωρος
οκτάωρος, -η, -ο και οχτάωρος, -η, -ο
1. αυτός που διαρκεί οχτώ ώρες.
2. ως ουσ., οχτάωρο,το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας: Το οχτάωρο καθιερώθηκε με τη διεθνή σύμβαση εργασίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οκτάωρος — και οχτάωρος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάωρο και οχτάωρο το χρονικό διάστημα οκτώ ωρών το οποίο έχει καθιερωθεί ως το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ώρα. Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οχτάωρος — η, ο βλ. οκτάωρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”