- οκτάωρος
- οκτάωρος, -η, -ο και οχτάωρος, -η, -ο1. αυτός που διαρκεί οχτώ ώρες.2. ως ουσ., οχτάωρο,το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας: Το οχτάωρο καθιερώθηκε με τη διεθνή σύμβαση εργασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.